κάνθαρος

κάνθαρος
Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην Κόρινθο, στην Αττική και στις Μυκήνες. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα κομψό αντικείμενο, συνήθως μελαμβαφές και χωρίς παραστάσεις. Το αγγείο αυτό αποτελούσε σύμβολο του Διονύσου και πιστευόταν ότι ήταν αγαπητό σε όλη την ακολουθία του θεού, ιδιαίτερα στους Σάτυρους και στους Σιληνούς. Μεγάλες συλλογές κ. υπάρχουν σε διάφορα ελληνικά μουσεία. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας σώζονται βοιωτικοί κ. με ερυθρόμορφες παραστάσεις του Διονύσου τη στιγμή που πίνει. Με το όνομα κ. ονομαζόταν στους χριστιανικούς χρόνους η βρύση που υπήρχε έξω από τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες για να πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια τους οι χριστιανοί πριν παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία.
* * *
ο (AM κάνθαρος)
1. ζωολ. το έντομο σκαραβαίος*
2. ζωολ. λόγια ονομασία τού ψαριού Spondyliosoma cantharus, κν. γνωστό ως σκαθάρι
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής τάξης τών τερηδονιδών
2. ναυτ. φορτηγίδα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και απόρριψη τών βυθοκορημάτων στο πέλαγος, μακριά από το λιμάνι, κν. μαούνα τής φαγάνας.
μσν.
παροιμ. «κανθάρου σκιαί» — για όσους φοβούνται πράγματα ανάξια φόβου
αρχ.
1. είδος πλοιαρίου τής Νάξου
2. είδος μικρού αγγείου ή κυπέλλου με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές, όμοιου με ποτήρι
3. γυναικείο κόσμημα, πιθ. πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < κάνθ-ων* (ονομασία τού γαϊδάρου) + κατάλ. -αρος, πρβλ. κίσσ-αρος, χίμ-αρος. Το θ. τής λέξεως κανθ- ανάγεται πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάνθαρος — dung beetle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνθαρος — dung beetle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνθαρος — ο τάξη εντόμων, σκαθάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κανθάρω — Κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual Κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθάρω — κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανθάροις — Κάνθαρος dung beetle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθάροις — κάνθαρος dung beetle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανθάρου — Κάνθαρος dung beetle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθάρου — κάνθαρος dung beetle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανθάρους — Κάνθαρος dung beetle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”